Δευτέρα 30 Απριλίου 2012


 http://www.youtube.com/watch?v=upkYQqbrjSc&feature=share

Προκυμαία. Ημικρανία στο πρώτο κοίταγμα από ψηλά.
Ναυτία στη συνειδητοποίηση του « μέσα».
Η θάλασσα 8 μποφόρ. Η ψυχή 18.. Ζαλίζεσαι.
Ο αέρας..
Το οξυγόνο..
Θολώνει η σκέψη…
Για μια στιγμή κλείνεις τα μάτια και πετάς. Φεύγεις. Τα πόδια τείνουν να γίνουν φτερά. Για λίγο χάνεις την ισορροπία.  Τεντώνεις νευρικά το χέρι να κρατηθείς στην κουπαστή κι ανοίγεις τα μάτια.
Το λιμενικό του μυαλού σου σε απαγορευτικό απόπλου προς όλες τις κατευθύνσεις. Μα εσύ πρέπει να ταξιεδέψεις κι ας ναυαγήσεις. Χωρίς σωσίβιο. Μακριά από λέμβους σωτηρίας. Κι ας πνιγείς. Κι ας χαθείς στις δίνες που σε παρασύρουν στο βυθό μιας άγνωστης διαδρομής..

Μια πλαστική καρέκλα στριμωγμένη σε μια γωνιά του καταστρώματος. Λιγάκι ξεχαρβαλωμένη. Τη βλέπεις. Γελάς...
Αγνοείς τη σκόνη που έχει πάνω της και κάθεσαι...
« ΕΣΥ Αγνοείς?» Σκέφτεσαι...Ξαναγελάς...

Κοιτάς τη στεριά που απομακρύνεται..
«Διασκέδασε και λίγο τους παλμούς που σου δίνει η αίσθηση της αποκόλλησης...Αφού δικιά σου θα ναι πάλι...»

Ο καφές σου έχει μια γεύση αλμύρας και μια λευκή χαρτοπετσέτα σου χορεύει συμμαχώντας τον με τον αέρα.
Την κηνυγάς. Κάνεις να την πιάσεις. Σου ξεφεύγει. Ξανατρέχεις με την αυτοπεποίθηση που σου δίνει το ανάστημά σου και τότε αποδεικνύεσαι μικρός...
Κουράζεσαι και πας παραπέρα. « Ως εδώ ήταν» Σκέφτεσαι..
Και τότε τη νιώθεις προς το μέρος σου. Σου γαργαλάει παιχνιδιάρικα τον αστράγαλο. Σα να έλκεται από μια δικιά σου πιθανή αδιαφορία...
Σε μια τελευταία απόπειρα προς την επιτυχία σκύβεις. Σχεδόν γονατίζεις. Και την πιάνεις... Τόσο απλά....
Βγάζεις ένα στυλό απ’ την τσάντα και ξεκινάς:
“.....Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα μεγάλο «εγώ» που προσπαθούσε ν’ αναμετρηθεί με τα καράτια του εαυτού του..
....Κι έχτιζε τείχη προστασίας από άχνη αγάπης.....»

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Καμία φορά δεν είναι αρκετή για να αγγίξεις το τέρμα. Και κάθε φορά εκφράζεις το κάτι κρατώντας την ουσία. Αυτή που επιβεβαιώνει πόσο πολύ φοβάσαι να εκτεθείς στα μάτια που σε κοιτάνε, τη στιγμή που μια φωνή μέσα σου κραυγάζει: «επιτέλους μίλα χωρίς να σε νοιάζει το μουσικό αποτέλεσμα  των λέξεων».

Ώρες-ώρες μοιάζει σαν να κουβαλάς μια τσάντα φορτωμένη στον ώμο. Μετά από πολύωρο περπάτημα, φτάνεις στον προορισμό. Την ανοίγεις κι αντί να παραδώσεις όλο το φορτίο, κρατάς λίγο απ’ αυτό για την επιστροφή, νομίζοντας ότι κάτι θα γίνει στην πορεία και θ’ αδειάσεις. Μα τελικά ο πάτος δεν τρυπάει κι εσύ φτάνεις πίσω στην αφετηρία σου μ’ ένα αισθητά εμφανές «κάτι», που όσο ανάλαφρο κι αν φαντάζει, σου επιβάλλει τη συνεχή παρουσία του με την προσήλωση μιας ανάλαφρης μα τόσο ογκώδους επιμονής.

Οι κρυφές αλήθειες το μόνο ψέμα σου. Απόψε όμως κατάφερες να τις ξεγελάσεις. Κι έτσι μπορείς δειπνίζοντας με το θάρρος σου να διακοσμήσεις την τούρτα σου μ’ ένα ζουμερό κατακόκκινο κερασάκι που δήθεν τυχαία αμέλησες να βγάλεις απ’ την παλάμη. Δεν τα πες όλα. Ξέχασες μόνο ένα «εσύ» που λατρεύεις κι ένα «εμείς» που δεν κατάφερες ποτέ να προφέρεις. Έτσι για να μη νιώθεις άλλο το «εγώ» να αιωρείται σε ανεκπλήρωτες παραδοχές.