Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011


Κι εσύ περνάς. Κοιτάς. Φευγαλέα επιθυμείς. Για μιαστιγμή κοντοστέκεσαι. Εστιάζεις . Μα τα μάτια σου αντανακλούν τη θέα του εαυτού σου. Αντέχεις το φως; Εσύ δεν ήσουν που κυνηγούσες το σκοτάδι;  Εσύ δεν ήσουν που περιαυτολογούσες μπροστά σε γκρίζους καθρέφτες επιλέγοντας το λευκό ως πρωτογενή απόχρωση του μαύρου; Και τώρα τι είναι αυτό που κάνει το μυαλό σου ν’ αμφισβητεί  την ίδια του την ουσία; Τι είναι αυτό που ξεβολεύει το βλέμμα σου απ’ τα καρφιά βάζοντάς το να καθίσει πάνω σε σύννεφα λευκής αμφιβολίας;

Φεύγεις. Απολαμβάνεις γουλιά γουλιά την αντιβίωση που σου προσφέρει το πέρασμα του χρόνου. Αυτού που ξέρεις μ’ αλάνθαστη ακρίβεια ν’ αφήνεις να περνά με την ίδια πάντα συγκαλυμμένη προσποίηση. Πώς τη λένε να δεις;;; Συγκαλυμμένη επιλογή ή κάπως έτσι…

Αλήθεια! Δεν σου έμαθε κανείς πως οι σκιές ζωγραφίζουν τις πιο δυνατές παρουσίες; Πως οι επιλεγμένες σιωπές τραγουδούν τα φωνήεντα μ’ έναν ρυθμό διαχρονικής ηχούς;

Και πιάνεις πάλι το ίδιο σκοινί. Και σε κάθε κόμπο που προσπαθείς να δέσεις φαντάζεσαι «θα». Και σε κάθε στιγμή που κλωτσιέσαι να πράξεις επιστρέφεις στο «αν». Και παρατάς τα χέρια απ’ το σκοινί. Κι αναστενάζεις ασφυκτικά. Κι εγκαταλείπεις. Πάλι…

«Βλέπεις, δεν είχες τον χρόνο και σήμερα»…. Σσσσσσ... σιγά… στις μύτες να πατάει η σκέψη όταν νανουρίζεται η συνείδηση…

Ή μήπως ο ίδιος εφιάλτης έρχεται ξανά; Αυτός που θέλει το σκοινί να γίνεται φίδι που τυλίγεται ασφυκτικά γύρω σου και σε πνίγει… κι αδυνατείς ν’ αμυνθείς γιατί το φαρμάκι μυρίζει τριαντάφυλλο. Κι εσύ έμαθες να κρατάς μόνο τ’ αγκάθια..

Κι αν είναι έτσι  τότε γιατί τα βράδια ξυπνάς μ’ αυτήν την αίσθηση της χρόνιας άπνοιας; Αυτής που  καλωσορίζει το χάος αυτού που επέλεξες να ονομάζεις ελευθερία , διπλοσκεπάζοντας με σπασμωδική στοργή  την παντελή απουσία αυτού που φοβήθηκες να ονομάσεις κλωστή;;