Τετάρτη 23 Μαΐου 2012



















Και πέφτει η νύχτα.. Έχεις ήδη κουραστεί. Αγκαλιάζεις στοργικά το βάρος σου και το ξαπλώνεις σε στρώμα μαλακό. Το τυλίγεις σε σεντόνια που μοσχοβολάνε ασφάλεια. Φιλάς τη συνείδηση στο μέτωπο, της κλείνεις τα μάτια και τη νανουρίζεις σκορπώντας λίγη πούδρα θαλπωρής.. Πατάς στις μύτες μην τυχόν και ξυπνήσουν οι φόβοι σου. Κλείνεις σιγά-σιγά την πορτα πίσω σου, αφήνοντας πάντα μια μικρή χαραμάδα ανοιχτή για να χουν αφορμή φυγής οι σκέψεις..

Ο ήχος της σιγής εκκωφαντικός. Να σου επιβεβαιώνει πως χωράει πάντα τόση κι άλλη τόση σιωπή στη νύχτα. Με νωχελική τρυφερότητα ακουμπάς απαλά τον ήλιο που δύει στο μαξιλάρι σου. Καλωσορίζοντας με το ίδιο πλατύ χαμόγελο την αυγή που φωτίζει το όνειρό σου.

Όχι. Δεν είναι πως θες να μείνεις εκεί για πάντα. Όμως αυτό το πολύχρωμο κουτάκι στο δεξί συρταράκι του μυαλού σου θυμίζει κάτι από κειμήλιο ψυχής. Το ανοίγεις δειλά. Πάντα με την ίδια προσμονή. Χώνεσαι γρήγορα μέσα να μη σε δεί κανείς και βουτάς στο κενό περιμένοντας καπου να φτάσεις...

Και φτάνεις.. Και το βλέπεις να σε περιμένει εκεί. Κόκκινο βαθύ. Γυαλιστερό. Εντυπωσιακό και γρήγορο. Φιλόξενο και ασφαλές. Έτοιμο να ταξιδέψει παντού το ακριβό σου αμάξι.

Μα εσύ το κρατάς χρόνια εκεί μέσα περιμένοντας να καλοκαιρέψει.
Κάθε βράδυ το γυαλίζεις. Του βάζεις βενζίνη. Στο τέλος μπαίνεις μέσα. Ανοίγεις τη μηχανή. Βάζεις τα χέρια στο τιμόνι. Το πόδι βυθίζεται στο γκάζι όλο και πιο βαθιά μέχρι να πιάσει ζενίθ. Και κάνεις ταξίδια. Περνάς από λεωφόρους ατελείωτες. Κι όταν βαρεθείς την ευθεία ριψοκινδυνεύεις στις στροφές του πιο ψηλού βουνού. Διασχίζεις ερήμους και όταν διψάσει η όραση καταφεύγεις σε δάση με ποτάμια και δέντρα πανύψηλα και φιλοξενείσαι μαζί με τον ήλιο στη σκιά τους.

Και γνωρίζεις. Και γνωρίζεσαι.

Γελάς.Ερωτεύεσαι.Κλαις.Αγαπάς.Μισείς.Θυμάσαι.Επαναλαμβάνεσαι. Μοιράζεσαι. Αγωνιάς. Προσμένεις.

Παραπατάς.Σηκώνεσαι.Παραπατάς.Πεφτεις. Ξανασηκώνεσαι..

Απογοητεύεσαι.Αμφισβητείς Ελπίζεις. Ξεχνάς. Διεκδικείς. Χανεις. Προσπαθείς. Κερδίζεις. Ξεγελιέσαι. Εξαπατάς. Μετανιώνεις.

Παραπατάς.Σηκώνεσαι.Παραπατάς.Πεφτεις. Ξανασηκώνεσαι..

Μα χρόνια τώρα η ίδια ιστορία και όταν έρχεται η ώρα να γυρίσεις ρωτάς με απορία τους περαστικούς: «από πού;;» Για να απαντήσεις τελικά μόνος σου πως με ασφαλισμένο το χειρόφρενο και νεκρά δεν πας πουθενά...

Με επιτάχυνση θάρρους στην αφετηρία και λυμένα χαλινάρια, το «παρέμεινα» φωνάζει «φεύγω» την ίδια ώρα που το «επέστρεψα» χλευάζει το «δεν έφυγα ποτέ»..


  

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012



















Φοβούμενος μην τερματίσεις, πήρες φόρα μα δεν ξεκίνησες.

Φοβούμενος μην απογοητευθείς λυπήθηκες μα δε δάκρυσες.

Φοβούμενος μην αποτύχεις, προσπάθησες μα δεν έκανες.

Φοβούμενος μην αγαπηθείς, έδωσες μα δεν πήρες.

Φοβούμενος μη μετανιώσεις, προχώρησες μα δεν τόλμησες.

 Φοβούμενος μην τυφλωθείς κοίταξες μα δεν είδες.

Φοβούμενος μην πικραθείς, δοκίμασες μα δεν γεύτηκες.

Φοβούμενος μην ματώσεις, ακούμπησες μα δεν άγγιξες.

Φοβούμενος μην φωνάξεις, μίλησες μα δεν είπες.

Φοβούμενος μην παρασυρθείς αφέθηκες μα δεν πήγες.

Φοβούμενος μην πονέσεις, σκόνταψες μα δεν έπεσες.

Φοβούμενος μην ασθμάνεις, σνίφαρες μα δεν ανέπνευσες.
 
Φοβούμενος μην απομονωθείς, ανέχτηκες μα δεν επέλεξες.

Φοβούμενος μη χάσεις, έπαιξες μα δε ρίσκαρες.

Φοβούμενος μη μείνεις για πάντα, απέδρασες μα δεν έφυγες ποτέ.

Φοβούμενος μη σε μάθουν, συστήθηκες μα δεν γνώρισες.

Φοβούμενος μη σε καταλάβουν, βρήκες μα δεν ανακάλυψες.

Φοβούμενος μη σε πιστέψουν, πίστεψες μα δεν πείστηκες.

Φοβούμενος μη σε χάσεις, έψαξες μα δε βρέθηκες ποτέ...