Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011


http://www.youtube.com/watch?v=V-SKLOaTUlU&list=PLCD22D0B6715D23DD&index=17&feature=plpp_video

Έχω μια ομπρέλα. Μεγάλη. Πολύχρωμη. Που την έφτιαξα μόνη μου. Έτσι για να χει λόγο να παινεύεται το εγωκεντρικό «εγώ» μου. Τη στριμώχνω πάντα πίσω απ’ το δεξί φύλλο της ντουλάπας. Να κρύβεται μές στα παλτό και τα φουστάνια.
Ποτέ στο αριστερό. Για να μην χάνω τον έλεγχο....
Ποτέ μπροστά απ’ τα παλστό. Για να χω πάντα τη ρίγη της «δήθεν» αγωνίας πως ίσως να μην τη βρώ ποτέ...
Και τελευταία στιγμή ν’ απολαμβάνω το ανακουφιστικό ναδίρ που προσφέρει η ασφάλεια της κατοχής. Η όψη του «ανήκειν».

Κάθε πρωί που ξυπνάω, τραβάω με αγωνία τις κουρτίνες και κοιτάζω τον ουρανό. Είναι μέρες που περιμένω να βρέξει για να την ανοίξω και να βγώ στο δρόμο. Μα κάθε μέρα έχει ήλιο. Κι έτσι απογοητεύομαι. Μα ποτέ δεν το βάζω κάτω. Ντύνομαι, αρπάζω την ομπρέλα και πετάγομαι έξω. Πατάω εκείνο το μαγικό κουμπάκι που τη μεταμορφώνει από αναπηρικό δεκανίκι σε υπερπροστατευτική σκεπή. Και κλείνω τα μάτια. Κάνω τον ήλιο σύννεφο, το γαλάζιο γκρί και τη ζέστη βροχή. Κι έτσι περπατάω, αφήνοντας έναν αμφιθυμικό Απρίλιο να εκπέμπει σε ρυθμούς Δεκεμβρίου.

Μα μοιάζει να μη με νοιάζει που η ζωή μου χοροπηδά σαν σε σκιά  κύκλικής διαμέτρου. Ολα ηχούν προβλέψιμα. Όλα μυρίζουν οικεία.
Τα βήματα......,σταθερά, διακριτικά, με τον φοβικό διασκελισμό να φλερτάρει το άλμα.
Το βλέμμα.....,δυο μάτια να μιλάνε κι ένα στόμα να παρατηρεί τις σκέψεις του μυαλού.
Φωνή;………, Ποιά φωνή; Το ουρλιαχτό του «μέσα»; Ή μήπως τον ψίθυρο του «έξω»;

Νομίζω πως κουράστηκα να κρατάω συνέχεια την ίδια ομπρέλα. Πόνεσε το χέρι μου. Μα το χειροτερο είναι πως λαχάνιασα ν’ «ασελγώ» στο μυαλό μου κάθε φορά που μια ακτίνα ήλιου μπλέκεται προκλητικά στις αιχμές  της τάχα απεριόριστης μα τόσο καλά περιχαρακωμένης ευελιξίας μου.
«Να μην ξεχάσω να πάρω ομπρέλα, γιατί αν βραχώ;
 Να μην ξεχάσω να πάρω παλτό, γιατί αν κρυώσω;
 Να μην ξεχάσω να γυρίσω το κεφάλι, γιατι αν δώ;
 Να μην ξεχάσω ν’ αγγίξω με τοπική αναισθησία, γιατι αν νιώσω;
 Να μην ξεχάσω να κλειδώσω τρείς φορές:Την πόρτα, τ’ αμάξι, εμένα,
 γιατί αν μπεί κανείς;
Ίσως να μη ξέρω αν θα έχω αλλεργία στις ληστείες. Ίσως και κάπου βαθιά μέσα μου  να τις μπερδέψω με χάδι..»

Κι έτσι μια τυχαία μέρα θα ξυπνήσω. Θ’ ανοίξω  το παράθυρο και θα κοίταξω τον ουρανό. «Επιτέλους βροχή» θα μου ψιθυρίσει απαλά στ’ αυτί η παλιά μου ανάσα. Μα εγώ θα κλείσω τ’ αυτιά. Θα βάλω γυαλιά ηλίου κι εκείνο το μεγάλο ψάθινο καπέλο που αγόρασα στις διακοπές και θα βγώ  στο δρόμο.  Και θα γελάω που το άσπρο μακό μπλουζάκι μου θα έχει μια μικρούλα τρύπα κάτω απ’ τη μασχάλη. Και δε θα με νοιάζει που περπατώντας ατσούμπαλα θα   σκοντάφτω σε δρόμους με πέντε διαδρομές.
Αφού θα ξέρω.....
Πως όπου και να πάω θα ναι ήλιος.
..................................................
Κι ας άργησα να βγάλω το δεξί πόδι απ’ τ’ αριστερό παπούτσι.
.............................................
Αφού θα ξέρω........
Πως όπου και να πάω θα ναι φώς...

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

http://www.youtube.com/watch?v=ikBg4BDgsso&list=PL52ED320F829412AF&index=2&feature=plpp_video

Έχεις στα χέρια σου ένα μικρό καθρεφτάκι. Χρόνια τώρα ανοίγεις την παλάμη, κλείνεις τα μάτια και το κοιτάζεις εξονυχιστικά...Μια ανεπαίσθητη δέσμη φωτός αντανακλά και σε στραβώνει..  Μπερδεύεσαι στις οπτικές απάτες και νομίζεις πως βλέπεις τριαντάφυλλο. φέρνεις την παλάμη σου πιο κοντά, σα να θέλεις να το μυρίσεις. και τότε το φώς δυναμώνει. Κι εσύ με μισή αντοχή κλείνεις την παλάμη. Ο καθρέφτης γίνεται χίλια κομμάτια και το τριαντάφυλλο αιμορραγεί μέσ’ απ’τα δάχτυλά σου.. Και τότε σε πιάνει το παράπονο.. Έχεις βλέπεις ένα μπουμπούκι που όλο το ποτίζεις περιμένοντας ν’ ανθίσει. Μ’ αντί για ροδοπέταλα πετάει αγκάθια.. κι εσύ προσπαθώντας να το σώσεις, αποδημάς σε νέους κήπους. Μια ήλιος, μια συννεφιά. Μια ζέστη μια κρύο. Μα το αποτέλεσμα το ίδιο.Κι έτσι  βαφτίζεις τον κάκτο τριαντάφυλλο. Και το πίστεύεις στ’ αλήθεια. Μέχρι που το κανεις συνήθεια. Μετά σημαία σου. Στο τέλος μπλουζάκι να κυκλοφορείς...

Και οι μέρες κυλούν. κι εσύ αλλάζεις  σημεία, αλλάζεις αφετηρίες, αλλάζεις διαδρομές, μα ποτέ δεν αλλάζεις μπλουζάκι...

Μέχρι που κάποια μέρα το καθρεφτάκι σου φεύγει απ’ την παλάμη. Λίγο πριν γίνει κομμάτια ένα χέρι στο επιστρέφει. Δεν προλαβαίνεις ν’ ασφαλίσεις τα μάτια. Η φαντασία  μπερδεύεται, σκοντάφτει στην πραγματικότητα χτυπώντας την ανάγκη..Χάνεις τον έλεγχο στην προσπάθεια σου να τον ανακτήσεις. Αγκαλιάζεις τον εαυτό σου για να τον κρατήσεις ακέραιο, μα το αιφνίδιο κάνει πως σε ρίχνει κάτω. Κι εσύ αντί να πέσεις ισορροπείς...Γουρλώνεις τα μάτια και καθρεφτίζεσαι, όλο και πιο βαθιά. Τόσο που να πονέσεις απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό. Μα τώρα βλέπεις μόνο μπουμπούκια...Αντέχεις τον λυγμό της όψης..;;

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011


Κάτι από επιτηδευμένη υποκρισία για να καλύπτει το ψυχικό σου κραχ

Λίγο από φαινομενική ανιδιοτέλεια για ν’ αντισταθμίζει τα μικρά τετραγωνικά του δοτικού σου εύρους

Ανεξίτηλο χαμόγελο για να μπορεί να δρα ο υποβολέας κάθε σκοτεινής σου σκέψης

Θλιμμένη συμπαράσταση για να χει λόγο να τρέφεται η χαρά σου

Λόγια σε μεγέθυνση για να εντυπωσιάζουν τις ατροφικές σε «νιώθω» πράξεις σου

Κόμποι που έμαθες να δένεις στους πρόποδες της δήθεν ισορροπημένης αυτοεικόνας σου

Βλέμματα που ακούν βολικές αλήθειες και αυτιά που βλέπουν μόνο μέχρι εκεί που αντέχουν

Αυτιστικές επιλογές για να εξουσιάζουν τις εσωτερικές ελλείψεις που αρνείσαι να ονομάσεις κενά

Συγκυριακές συστάσεις για ν’ ασθμαίνεις στην ιδέα αυτού  που φοβάσαι να ορίσεις ανάσα σου

 Κρυφές αλήθειες για να βαφτίζεις το ψέμα σου

Παραισθησιογόνα σεντόνια ευαισθησίας που μετουσιώνουν  το σπρώξιμο σε  χάδι

Κλείνεις τα μάτια να φύγουν οι ουλές. Ανάβεις τα κεριά της φαντασίας και δειπνείς με το θάρρος σου. Τώρα μπορείς ελεύθερα να διακοσμήσεις την τούρτα σου μ’ εκείνο το  ζουμερό κατακόκκινο κερασάκι που δήθεν τυχαία αμέλησες να βγάλεις απ’ την παλάμη…

Δεν τα πες όλα… ξέχασες μόνο ένα «εσύ» που γυρεύεις κι ένα «εμείς» που δεν κατάφερες ποτέ να προφέρεις … έτσι για να μη νιώθεις  άλλο το «εγώ» να αιωρείται σε ανεκπλήρωτες παραδοχές…

Κι αυτή  η οσμή αγωνίας…. σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι  για το αν τελικά ο δείκτης σου τείνει ν’ αγκαλιάσει αρνητικά το πρόσημο όλων αυτών που θες να λέγεσαι πως είσαι…

Με μάτια στον τοίχο και πλάτη στο εύρος εσύ μετράς …..

 Πέντε, δέκα, δεκαπέντε….
«Άνθρωπος» ;
Είκοσι, είκοσι πέντε….
Και τα εισαγωγικά;
Τριάντα, Τριανταπέντε….
Φοβικό συρματόπλεγμα που καλύπτει τη φθορά;
Σαράντα….
Φτου και βγαίνω… μην κρύβεσαι σε  παρενθέσεις … θα σε βρω…




  




Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011


Κι εσύ περνάς. Κοιτάς. Φευγαλέα επιθυμείς. Για μιαστιγμή κοντοστέκεσαι. Εστιάζεις . Μα τα μάτια σου αντανακλούν τη θέα του εαυτού σου. Αντέχεις το φως; Εσύ δεν ήσουν που κυνηγούσες το σκοτάδι;  Εσύ δεν ήσουν που περιαυτολογούσες μπροστά σε γκρίζους καθρέφτες επιλέγοντας το λευκό ως πρωτογενή απόχρωση του μαύρου; Και τώρα τι είναι αυτό που κάνει το μυαλό σου ν’ αμφισβητεί  την ίδια του την ουσία; Τι είναι αυτό που ξεβολεύει το βλέμμα σου απ’ τα καρφιά βάζοντάς το να καθίσει πάνω σε σύννεφα λευκής αμφιβολίας;

Φεύγεις. Απολαμβάνεις γουλιά γουλιά την αντιβίωση που σου προσφέρει το πέρασμα του χρόνου. Αυτού που ξέρεις μ’ αλάνθαστη ακρίβεια ν’ αφήνεις να περνά με την ίδια πάντα συγκαλυμμένη προσποίηση. Πώς τη λένε να δεις;;; Συγκαλυμμένη επιλογή ή κάπως έτσι…

Αλήθεια! Δεν σου έμαθε κανείς πως οι σκιές ζωγραφίζουν τις πιο δυνατές παρουσίες; Πως οι επιλεγμένες σιωπές τραγουδούν τα φωνήεντα μ’ έναν ρυθμό διαχρονικής ηχούς;

Και πιάνεις πάλι το ίδιο σκοινί. Και σε κάθε κόμπο που προσπαθείς να δέσεις φαντάζεσαι «θα». Και σε κάθε στιγμή που κλωτσιέσαι να πράξεις επιστρέφεις στο «αν». Και παρατάς τα χέρια απ’ το σκοινί. Κι αναστενάζεις ασφυκτικά. Κι εγκαταλείπεις. Πάλι…

«Βλέπεις, δεν είχες τον χρόνο και σήμερα»…. Σσσσσσ... σιγά… στις μύτες να πατάει η σκέψη όταν νανουρίζεται η συνείδηση…

Ή μήπως ο ίδιος εφιάλτης έρχεται ξανά; Αυτός που θέλει το σκοινί να γίνεται φίδι που τυλίγεται ασφυκτικά γύρω σου και σε πνίγει… κι αδυνατείς ν’ αμυνθείς γιατί το φαρμάκι μυρίζει τριαντάφυλλο. Κι εσύ έμαθες να κρατάς μόνο τ’ αγκάθια..

Κι αν είναι έτσι  τότε γιατί τα βράδια ξυπνάς μ’ αυτήν την αίσθηση της χρόνιας άπνοιας; Αυτής που  καλωσορίζει το χάος αυτού που επέλεξες να ονομάζεις ελευθερία , διπλοσκεπάζοντας με σπασμωδική στοργή  την παντελή απουσία αυτού που φοβήθηκες να ονομάσεις κλωστή;;


Δευτέρα 11 Απριλίου 2011


Σκοτάδι. Ξαπλώνεις να ονειρευτείς. Κλείνεις τα μάτια για να φύγεις. Οι σιωπές φλερτάρουν τις σκέψεις. Τις κοιτοάζουν για ώρα. Τις πλησιάζουν. Και τώρα πιο κοντά. Τους ψιθυρίζουν απαλά. Σχεδόν φευγαλέα. Σα να θέλουν να τις ξυπνήσουν μ’ ένα φύσημα σε μια διστακτική προσπάθεια αποφυγής της άπνοιας που προκαλεί ο ήχος. Και τότε οι σκέψεις ξυπνάνε. Σκορπίζουν και τις αγκαλιάζουν σφιχτά. Και χάνονται η μία μέσα στην άλλη. Έτσι που να μην τις ξεχωρίζεις πια. Και κάπου εκεί είναι που γεννιέται ο φόβος. Ο φόβος για το είδωλο που ξεδιπλώνεται στον καθρέφτη του μυαλού σου. Αντέχεις να το κοιτάξεις; Ν’ αναμετρηθείς μαζί του; Να το εξερευνήσεις; Να το θαυμάσεις γι’ αυτό  που είναι; Να το ζηλέψεις γι’ αυτό που δεν είναι; Να το χαϊδέψεις γι’ αυτό που θα γίνει; Να το χαστουκίσεις γι’ αυτό που προσποιείται πως είναι; Ν’ αναπολήσεις αυτό που κάποτε ήταν; Να προβληματιστείς γι’ αυτό που συνεχίζει να είναι; Να χειροκροτήσεις για τη λάμψη στα μάτια; Να σκοτεινιάσεις για τη μελανιά στην ψυχή;
Ξαφνικά η αλήθεια σε πνίγει. Σιωπές που φωνάζουν. Σκέψεις που σωπαίνουν στο κατώφλι της παραδοχής. Φόβοι που ψιθυρίζουν παρακλητικά το κάλεσμα της λήθης. Κι εσύ να παλεύεις ν’ ανοίξεις τα μάτια σε μια ορμητική προσπάθεια να σταματήσεις να βλέπεις. Και κάτι μέσα σου να φωνάζει: «κλείσε επιτέλους τα μάτια. Εδώ είναι το φώς»…





Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Βρίσκεσαι στην αφετηρία. Θέση εκκίνησης και  το πολυπόθητο «γκονγκ» έχει μόλις χτυπήσει. Παίρνεις φορά και προχωράς, βλέπεις, κρίνεις, «ψωνίζεις», απορρίπτεις επανεξετάζεις, αναθεωρείς, επιστρέφεις, ξαναφεύγεις, επαναλαμβάνεσαι, αυτοαναιρείσαι  και τελικά  πάλι επιλέγεις. Οδηγός σου το κυνήγι για την καλύτερη φίρμα. Την πιο ακριβή. Την πιό λουσάτη.

Γιατί; Δεν ξέρεις. Μάλλον έτσι συνήθισες. Να προχωράς για ανεβάζεις τον πήχη. Δεν έχει σημασία αν υπάρχει τέρμα ή όχι. Αρκεί να αγωνίζεσαι να το αγγίξεις.
.
Στη μπαμπούσκα της ζωής πάντα υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ αυτό που μόλις τόλμησες και πάντα βρίσκεται ένα ακόμη καλύτερο για να το καταρρίψει. Κι εσύ πάντα μένεις με την απορία του αν αυτό που τώρα ζεις αξίζει το στέμμα της προσωπικής σου καταξίωσης.

Μια ζωή ενθουσιάζεσαι νομίζοντας πως βρήκες το μαγικό κάτι. Αυτό που ανατρέπει  το υποθετικό και υλοποιεί το  υπερθετικό. Αυτό που σε κάνει να κλείνεις εκδικητικά το μάτι στο τίποτα, αφήνοντας πίσω σου μια σκόνη περασμένης αναμονής. Και ζεις τ’ όνειρο ξανά και ξανά. 

Κι όμως, αντί να τερματίσεις, επιστρέφεις κάθε φορά στην αφετηρία σου, προσπαθώντας να εξιχνιάσεις τι έγινε στην πορεία κι έχασες το δρόμο. Αλλάζεις συντελεστές. Προσθέτεις μεταβλητές. Αφαιρείς στοιχεία και περιμένεις, ελπίζοντας πως κάθε νέο «τώρα» είναι η λύση σε κάθε παλιό σου «δεν».

Μήπως τελικά προσπαθείς ν’ αγαπήσεις το πρότυπο, την ιδέα, το καλούπι κι εκεί που φερμάρεις για να το πιάσεις ξεχνάς το λόγο που μάχεσαι;

Μήπως τελικά η λύση δε βρίσκεται στο αταίριαστο των άλλων  αλλά στο κρυμμένο του τόσο εύκολα αναλώσιμου εαυτού σου;.

Μήπως τελικά η ιδέα που λαχταράς ν’ ακουμπήσεις εκπέμπει εκεί που τα στεγανά των προτύπων έχουν ήδη γίνει τέφρα;

Κι αν η απάντηση σ’ όλα αυτά φαίνεται να μοιάζει καταφατική.., τότε μήπως έφτασε πλέον η ώρα  να σταματήσεις να μπερδεύεις την ανατολή με τη δύση, βαφτίζοντας  σούρουπο κάθε αχνό ξημέρωμα που ανοίγεται μπροστά σου;