Δευτέρα 11 Απριλίου 2011


Σκοτάδι. Ξαπλώνεις να ονειρευτείς. Κλείνεις τα μάτια για να φύγεις. Οι σιωπές φλερτάρουν τις σκέψεις. Τις κοιτοάζουν για ώρα. Τις πλησιάζουν. Και τώρα πιο κοντά. Τους ψιθυρίζουν απαλά. Σχεδόν φευγαλέα. Σα να θέλουν να τις ξυπνήσουν μ’ ένα φύσημα σε μια διστακτική προσπάθεια αποφυγής της άπνοιας που προκαλεί ο ήχος. Και τότε οι σκέψεις ξυπνάνε. Σκορπίζουν και τις αγκαλιάζουν σφιχτά. Και χάνονται η μία μέσα στην άλλη. Έτσι που να μην τις ξεχωρίζεις πια. Και κάπου εκεί είναι που γεννιέται ο φόβος. Ο φόβος για το είδωλο που ξεδιπλώνεται στον καθρέφτη του μυαλού σου. Αντέχεις να το κοιτάξεις; Ν’ αναμετρηθείς μαζί του; Να το εξερευνήσεις; Να το θαυμάσεις γι’ αυτό  που είναι; Να το ζηλέψεις γι’ αυτό που δεν είναι; Να το χαϊδέψεις γι’ αυτό που θα γίνει; Να το χαστουκίσεις γι’ αυτό που προσποιείται πως είναι; Ν’ αναπολήσεις αυτό που κάποτε ήταν; Να προβληματιστείς γι’ αυτό που συνεχίζει να είναι; Να χειροκροτήσεις για τη λάμψη στα μάτια; Να σκοτεινιάσεις για τη μελανιά στην ψυχή;
Ξαφνικά η αλήθεια σε πνίγει. Σιωπές που φωνάζουν. Σκέψεις που σωπαίνουν στο κατώφλι της παραδοχής. Φόβοι που ψιθυρίζουν παρακλητικά το κάλεσμα της λήθης. Κι εσύ να παλεύεις ν’ ανοίξεις τα μάτια σε μια ορμητική προσπάθεια να σταματήσεις να βλέπεις. Και κάτι μέσα σου να φωνάζει: «κλείσε επιτέλους τα μάτια. Εδώ είναι το φώς»…